- ὑπώπια
- ὑπώπιονneut nom/voc/acc plὑπώπιοςwith a black eyeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπωπιάσας — ὑπωπιά̱σᾱς , ὑπωπιάζω strike fut part act fem acc pl (doric) ὑπωπιά̱σᾱς , ὑπωπιάζω strike fut part act fem gen sg (doric) ὑπωπιάσᾱς , ὑπωπιάζω strike aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλλαβοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ύπώπια». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα (τά) «κοιλότητες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τού λ + επίθ. βος (πρβλ. θόρυ βος, φλοίσ βος)] … Dictionary of Greek
κύλλια — κύλλια, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπώπια μελανά». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα (τὰ) «κοιλότητες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τού λ , + κατάλ. ια] … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
υπώπιον — τὸ, Α 1. το κάτω από τα μάτια μέρος τού προσώπου 2. συνεκδ. όλη η όψη τού προσώπου 3. (γενικά) μώλωπας, οίδημα 4. φυτό, από τις ρίζες τού οποίου παρασκεύαζαν φάρμακο, κατάλληλο για τα μωλωπισμένα μάτια 5. μτφ. όνειδος, ντροπή 6. στον πληθ. τὰ… … Dictionary of Greek